ξανεμίζω

ξανεμίζω
(Μ ξανεμίζω)
βλ. εξανεμίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξανεμίζω — και ξανεμίζω (Μ ἐξανεμίζω και ξανεμίζω) 1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του») 2. (για μαλλιά) ανεμίζω 3. κινώ στον άνεμο μσν. (αμτβ.) πέρδομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”